Μετρημένα κουκιά. Ο Αντώνης Σαμαράς, 31 χρόνια μετά την πτώση της εκλεγμένης κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το φθινόπωρο του 1993, επιχείρησε να αποσταθεροποιήσει μια ακόμα κυβέρνηση που ψηφίστηκε από τους Έλληνες πολίτες πριν από 18 μήνες, στο πλαίσιο ενός (φαινομενικά) οργανωμένου σχεδίου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντέδρασε γρήγορα και αποφασιστικά, προτού το σχέδιο Σαμαρά προχωρήσει σε τελική κλιμάκωση. Η άμεση αντίδραση του Πρωθυπουργού στη συνέντευξη του Σαμαρά στο «Βήμα της Κυριακής» προκάλεσε έκπληξη, καθώς ήταν σαφές ότι όσα ανέφερε ο κ. Σαμαράς του έδιναν κάθε δικαίωμα να τον διαγράψει. Ο πρώην Πρωθυπουργός, αν και έκανε ένα ακόμη βήμα προς την απαξίωση της κυβέρνησης, δεν προχώρησε σε τελική κλιμάκωση. Με την επιλογή του να μην παραμείνει θεατής στην προσπάθεια αποσταθεροποίησης, ο κ. Μητσοτάκης εξέπληξε αυτούς που επένδυσαν σε αυτή την κίνηση και φαίνεται να ανακτά τη θέση του ηγέτη που είχε ανάγκη. Οι προθέσεις των επιχειρηματικών και εκδοτικών κύκλων που επένδυσαν στον «παράγοντα Σαμαρά» είναι προφανείς: επιδιώκουν πολιτική εξουσία προς όφελος των οικονομικών τους συμφερόντων. Διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε αξιόπιστος αντίπαλος στον κ. Μητσοτάκη, αυτοί οι κύκλοι συζητούσαν πίσω από κλειστές πόρτες για την πιθανότητα ενός «ευτυχούς γεγονότος» που θα έριχνε την κυβέρνηση εκ των έσω. Ο κ. Μητσοτάκης, έχοντας τη δημοκρατική νομιμοποίηση από τους πολίτες, έδειξε ότι δεν σκοπεύει να μοιραστεί τις αποφάσεις του με αυτή την ομάδα. Επομένως, ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει κανείς για τον κ. Σαμαρά, το ζήτημα είναι ευρύτερο: η χώρα δεν μπορεί να αποσταθεροποιηθεί λόγω των επιθυμιών ενός πρώην Πρωθυπουργού και κάποιων οικονομικών παραγόντων που δεν θέλουν τον κ. Μητσοτάκη στην Πρωθυπουργία. Η σταθερότητα της χώρας είναι αποτέλεσμα της βούλησης των πολιτών στις εκλογές. Ειδικά τώρα, με την αστάθεια που προκαλούν δύο εν εξελίξει πόλεμοι στην περιοχή μας και η αβεβαιότητα της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο, το χρονικό σημείο της κίνησης αυτής δείχνει ανευθυνότητα. Παρά τα σοβαρά προβλήματα και την ταλαιπωρία που υφίστανται οι πολίτες λόγω του πληθωρισμού, η Ελλάδα έχει αποδειχθεί η πιο σταθερή χώρα της περιοχής τα τελευταία χρόνια. Πολιτικά, ο κ. Μητσοτάκης κινήθηκε χωρίς αντίπαλο μετά τον Ιούνιο του 2023 και υπέστη φθορά από τα λάθη της κυβέρνησης και την απουσία εναλλακτικής λύσης. Η πολιτική δεν είναι ένα «αγώνισμα» που διεξάγεται σε κενό αλλά αφορά τη σύγκριση προτάσεων και προσώπων με δείγματα γραφής. Η σύγκριση μεταξύ του κ. Μητσοτάκη και του κ. Σαμαρά, καθώς και με τον λαϊκισμό στα δεξιά της ΝΔ, επαναφέρει την πολιτική στις κανονικές της διαστάσεις. Έτσι, ο Πρωθυπουργός έχει την ευκαιρία να διορθώσει λάθη και να αναδείξει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πολιτικής του πρότασης από το 2016, που συσπείρωσε κοινωνικές δυνάμεις εναντίον του λαϊκισμού. Η εναλλακτική απέναντι στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, που συνδέεται με την έννοια της σταθερότητας, είναι να προστεθεί η Ελλάδα σε ένα ντόμινο αποσταθεροποίησης που προκλήθηκε από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την αύξηση του πληθωρισμού. Οι κωμικές φιγούρες του τραμπικού οπαδισμού επιδιώκουν να επωφεληθούν από αυτό το κύμα και στην Ελλάδα, μετά τις αμερικανικές εκλογές. Έτσι, η εναλλακτική στον κ. Μητσοτάκη είναι η επικράτηση των δυνάμεων της δημαγωγίας, της ανευθυνότητας και της πατριδοκαπηλείας, όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία με τα μνημόνια. Αυτό το δίλημμα είναι πολιτικό και ευνοεί τον Πρωθυπουργό, ο οποίος αναζητούσε εδώ και καιρό έναν αντίπαλο.