Οι πολίτες, που εξέφρασαν την απορία τους την Τετάρτη λόγω της δήλωσης του Τάκη Θεοδωρικάκου σχετικά με «αρνητικό πληθωρισμό 1% με 2%» στα σούπερ μάρκετ το τελευταίο εξάμηνο, δεν είναι όλοι ενημερωμένοι για τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Ωστόσο, βιώνουν καθημερινά την αυξημένη τιμολόγηση στα σούπερ μάρκετ, γεγονός που τους προκαλεί αγωνία, καθώς τα διαθέσιμα χρήματα για την τροφή τους εξαντλούνται όλο και πιο γρήγορα. Πριν αναλύσουμε τη βασιμότητα των δηλώσεων του υπουργού Ανάπτυξης σχετικά με τις τιμές των τροφίμων, ας αναφέρουμε εν συντομία μια συγκεκριμένη μορφή πολιτικής επικοινωνίας, γνωστή ως gaslighting, που αναδείχθηκε ως λέξη της χρονιάς το 2022 σύμφωνα με το λεξικό Merriam-Webster. Αυτή η τακτική περιγράφει την προσπάθεια κάποιου να πείσει τους άλλους ότι η αντίληψή τους για μια αρνητική κατάσταση είναι λανθασμένη. Στην περίπτωση των καταναλωτών, αν μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι τιμές δεν αυξάνονται αλλά ότι οι ίδιοι κάνουν κάτι λάθος, τότε η προσπάθεια αυτή θα είχε επιτυχία. Ο κ. Θεοδωρικάκος χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο ή απλώς δεν είχε διαθέσιμα τα επίσημα, αξιόπιστα δεδομένα; Με καλή πίστη, εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο υπουργός έχει δώσει τέτοια δείγματα, θα εξετάσουμε μόνο τη δεύτερη εκδοχή, η οποία είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 32% τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο συγκεκριμένος δείκτης «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» ανέβηκε από το 100 το 2020, στο 131,93 το 2024. Το τελευταίο έτος, η αύξηση του δείκτη συγκρατήθηκε στο 1,9% (130 τον Οκτώβριο του 2023). Το 2023 υπήρξε η χειρότερη χρονιά για τους καταναλωτές, που παρατήρησαν διψήφιες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων (ο σχετικός δείκτης ανέβηκε στο 130 από 118 τον Οκτώβριο του 2022). Με άλλα λόγια, οι τιμές των τροφίμων έχουν φτάσει σε δραματικά επίπεδα, υπερδιπλάσιες από την αύξηση του κατώτατου μισθού και των γενικών εισοδημάτων. Η τρέχουσα ακρίβεια στην αγορά θυμίζει τις μέρες μετάβασης από τη δραχμή στο ευρώ. Η δήλωση του κ. Θεοδωρικάκου ότι «στα σούπερ μάρκετ έχουμε αρνητικό πληθωρισμό 1% με 2%» δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ούτε από αυτά της Eurostat. Ο όρος «αρνητικός πληθωρισμός» υποδηλώνει πτώση τιμών, όχι απλώς μείωση της αύξησης των τιμών. Ενδεικτικά, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αύξηση του πληθωρισμού τον Αύγουστο στο 3% από 2,7% τον Ιούλιο. Ο πληθωρισμός των τροφίμων παρουσίασε αύξηση 2,8% σε ετήσια βάση και 0,2% σε μηνιαία βάση. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στους υπόλοιπους μήνες του εξαμήνου που αναφέρθηκε από τον υπουργό. Για να καταλάβει η αγορά την πραγματικότητα της ακρίβειας στα τρόφιμα, αρκεί να συγκρίνει την τιμή ενός λίτρου έξτρα παρθένου ελαιολάδου, που ξεπέρασε τα 12 ευρώ το λίτρο, με το ημερομίσθιο ενός ταμία με τετράωρη απασχόληση, που είναι μόλις 17,5 ευρώ. Πώς μπορεί να πείσει ο κ. Θεοδωρικάκος αυτόν τον εργαζόμενο, που ασχολείται με τις τιμές των προϊόντων, ότι οι τιμές μειώνονται; Ο μηνιαίος μισθός για τετράωρη απασχόληση είναι 439 ευρώ. Ας δούμε τι συνέβη τον Οκτώβριο, συγκρίνοντάς τον με τον Σεπτέμβριο, και ποια τρόφιμα είδαν αυξήσεις στις τιμές σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ: -Πίτσες και πίτες 5,2% -Μοσχάρι 2,0% -Χοιρινό 1,4% -Λαχανικά νωπά 2,4%. Τον ίδιο μήνα, οι τιμές στα πουλερικά υποχώρησαν οριακά κατά 1,6%, στα τυριά κατά 0,8% και στο ελαιόλαδο κατά 3%, λόγω της διεθνούς μείωσης τιμών λόγω της αυξημένης παραγωγής στην Ισπανία. Οι χονδρικές τιμές για το ελαιόλαδο στην Ισπανία και την Τυνησία κυμαίνονται από 4,5 έως 5,5 ευρώ το λίτρο, ενώ στην Ελλάδα η τιμή είναι 7 ευρώ το λίτρο. Αυτή η εξέλιξη ήρθε μετά από 24 μήνες συνεχών αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων, γεγονός που έχει προκαλέσει αναστάτωση στα νοικοκυριά. Η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε τις εξής μεταβολές τιμών τον Οκτώβριο σε σύγκριση με τον προηγούμενο Οκτώβριο: -Ψωμί 1,2% -Κρέατα 2,1% -Ψάρια νωπά 8,5% -Ελαιόλαδο 18,1% -Αποξηραμένα φρούτα και ξηροί καρποί 5,5% -Λαχανικά 3,3% -Ζάχαρη-σοκολάτες-γλυκά-παγωτά 4,4% -Μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμοί φρούτων 5,2%. Μετά τις παρεμβάσεις στην αγορά, οι μειώσεις τιμών εμφανίστηκαν μόνο σε συγκεκριμένα προϊόντα, όπως αλεύρι και ζυμαρικά. Επομένως, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί το πραγματικό όφελος για τον καταναλωτή αν πλήρωσε λιγότερο ή περισσότερο για την ίδια ποσότητα προϊόντος σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς προσφορών.